- μιαιγαμία
- μιαιγαμία, ἡ (ΑΜ)μιαρός, παράνομος γάμος, αιμομιξία.[ΕΤΥΜΟΛ. < μιαι- (βλ. λ. μιαίνω) + -γαμία, μέσω ενός αμάρτυρου τ. *μιαιγάμος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μιαιγαμίᾳ — μιαιγαμίᾱͅ , μιαιγαμία unlawful wedlock fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιαιγαμίας — μιαιγαμίᾱς , μιαιγαμία unlawful wedlock fem acc pl μιαιγαμίᾱς , μιαιγαμία unlawful wedlock fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιαιγαμίαι — μιαιγαμίᾱͅ , μιαιγαμία unlawful wedlock fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιαίνω — (ΑΜ μιαίνω) 1. (ιδίως με αίμα) κηλιδώνω, λερώνω, βρομίζω (α. «μίανε τα χέρια του με το αίμα τού δολοφονημένου» β. «τοὺς τῶν θεών βωμοὺς αἵματι μιαίνειν», Πλάτ.) 2. μτφ. ρυπαίνω, σπιλώνω, μολύνω κάποιον ηθικά («εὔφημον ἦμαρ οὐ πρέπει κακαγγέλῳ… … Dictionary of Greek